spin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spin spins

spin (en)

  1. ιδιοστροφορμή
  2. στροβιλισμός γύρω από άξονα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας spin
γ΄ ενικό ενεστώτα spins
αόριστος spun
παθητική μετοχή spun
ενεργητική μετοχή spinning
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spin (en)

  1. περιστρέφω
  2. κλώθω
  3. περιστρέφομαι
  4. ερμηνεύω κάτι προς το συμφέρον μου, διαστρεβλώνω
  5. σχηματίζω πήλινο ή τορνευτό αντικείμενο
  6. (ιδιωματισμός) γυρίζει το κεφάλι
    My head is spinning.
    Γυρίζει το κεφάλι μου.
     συνώνυμα: swim

Πηγές[επεξεργασία]

  • someone’s head is spinning - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 445. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κεφάλι