spin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spin | spins |
spin (en)
- ιδιοστροφορμή
- στροβιλισμός γύρω από άξονα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | spin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spins |
αόριστος | spun |
παθητική μετοχή | spun |
ενεργητική μετοχή | spinning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spin (en)
- περιστρέφω
- κλώθω
- περιστρέφομαι
- ερμηνεύω κάτι προς το συμφέρον μου, διαστρεβλώνω
- σχηματίζω πήλινο ή τορνευτό αντικείμενο
- (ιδιωματισμός) γυρίζει το κεφάλι
Πηγές[επεξεργασία]
- someone’s head is spinning - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 445. ISBN 9780194325684., λήμμα: κεφάλι