swim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
swim | swims |
swim (en)
- η κολύμβηση
- You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives
- Είσαι για μια βουτιά; Θέλω να πάω στην παραλία πριν καταφθάσουν τα μεσημεριανά πλήθη
- You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | swim |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | swims |
αόριστος | swam |
παθητική μετοχή | swum |
ενεργητική μετοχή | swimming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
swim (en)