swim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
swim swims

swim (en)

  • η κολύμβηση
    You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives.
    Είσαι για μια βουτιά; Θέλω να πάω στην παραλία πριν καταφθάσουν τα μεσημεριανά πλήθη.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας swim
γ΄ ενικό ενεστώτα swims
αόριστος swam
παθητική μετοχή swum
ενεργητική μετοχή swimming
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

swim (en)

  1. (αμετάβατο) κολυμπώ
  2. (αμετάβατο) γυρίζει το κεφάλι
    My head is swimming.
    Γυρίζει το κεφάλι μου.
     συνώνυμα: spin

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 445. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κεφάλι