swim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
swim | swims |
swim (en)
- η κολύμβηση
- ↪ You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives.
- Είσαι για μια βουτιά; Θέλω να πάω στην παραλία πριν καταφθάσουν τα μεσημεριανά πλήθη.
- ↪ You up for a morning swim? I want to get to the beach before the midday crowd arrives.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | swim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swims |
αόριστος | swam |
παθητική μετοχή | swum |
ενεργητική μετοχή | swimming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
swim (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 445. ISBN 9780194325684., λήμμα: κεφάλι