σκηνή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνή οι σκηνές
      γενική της σκηνής των σκηνών
    αιτιατική τη σκηνή τις σκηνές
     κλητική σκηνή σκηνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ορχήστρα πάνω σε σκηνή
αστυνομικοί επιθεωρούν τη σκηνή ενός εγκλήματος
μια σκηνή στημένη στο ύπαιρθο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκηνή < αρχαία ελληνική σκηνή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκηνή θηλυκό

  1. (θέατρο) ορθογώνια κατασκευή πίσω από την ορχήστρα ενός αρχαίου θέατρου και απέναντι από το κοίλον
  2. (θέατρο) υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την πλατεία ενός σύγχρονου θέατρου, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
  3. (θέατρο) τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του επεισοδίου στο αρχαίο δράμα ή της πράξης στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
  4. (γενικότερα) τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
    οι πολεμικές σκηνές, η σκηνή του αποχαιρετισμού
  5. (θέατρο) το σκηνικό μιας παράστασης
  6. λέξη που περιλαμβάνεται στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
    η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
  7. (θέατρο) το θέατρο γενικότερα
    ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του
  8. ένα περιστατικό
    δύο άτομα πάλευαν μέσα στο δρόμο και οι περαστικοί παρακολουθούσαν τη σκηνή άφωνοι
  9. ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
    η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος
  10. κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • επί σκηνής: πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης
  • κάνω σκηνή σε κάποιον: επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον
  • σκηνή ζηλοτυπίας → δείτε τη λέξη  ζηλοτυπία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]