πλατεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλατεία | οι | πλατείες |
γενική | της | πλατείας | των | πλατειών |
αιτιατική | την | πλατεία | τις | πλατείες |
κλητική | πλατεία | πλατείες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατεία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πλατύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλατεία θηλυκό
- επίπεδος, διαμορφωμένος χώρος μέσα σε κατοικημένη περιοχή που περιβάλλεται από κτίρια ή και δρόμους
- τμήμα του θεάτρου μπροστά από τη σκηνή όπου κάθονται οι θεατές, διαφορετικό από τα θεωρεία και τον εξώστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χώρος σε κατοικημένη περιοχή