square

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός square
συγκριτικός squarer
υπερθετικός squarest

square (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
square squares

square (en)

  1. (γεωμετρία) το τετράγωνο (το γεωμετρικό σχήμα)
  2. (μαθηματικά) το τετράγωνο (η δεύτερη δύναμη ενός αριθμού)
  3. γεωμετρικό όργανο σε σχήμα L ή Τ για τον σχεδιασμό ορθών γωνιών (γνώμονας)
  4. η πλατεία
  5. (ΗΒ) το σύμβολο # στις τηλεφωνικές συσκευές
  6. (δεκαετία του '50) κάποιος που ακολουθεί κατά γράμμα τις κοινωνικές συμβάσεις

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας square
γ΄ ενικό ενεστώτα squares
αόριστος squared
παθητική μετοχή squared
ενεργητική μετοχή squaring

square (en)

  1. τετραγωνίζω
  2. square και square the matter: επιδιορθώνω, επιλύω, βρίσκω λύση

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]