place

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pleɪs/
 
ομόηχα: plays, plaice

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
place places

place (en)

  1. ο τόπος, ο μέρος, η περιοχή
     συνώνυμα: area
  2. η θέση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας place
γ΄ ενικό ενεστώτα places
αόριστος placed
παθητική μετοχή placed
ενεργητική μετοχή placing

place (en)

  1. (μεταβατικό) βάζω, τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος, ειδικά όταν το κάνω προσεκτικά
    She wanted to place the vase somewhere safe so it doesn't fall and break.
    Αυτή ήθελε να βάλει το βάζο κάπου ασφαλές για να μην πέσει και σπάσει.
    She placed the dishes on the table.
    Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
    He placed himself behind a tree.
    Τοποθετήθηκε πίσω από ένα δέντρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη put
  2. (μεταβατικό) τοποθετώ, βάζω, βρίσκω κατάλληλη δουλειά, σπίτι κτλ. για κάποιον
    They placed him in the accounts department.
    Τον τοποθέτησαν στο λογιστήριο.
    I put somebody in a position.
    Βάζω κάποιον σε μια θέση.
  3. (μεταβατικό) εντάσσω, αποφασίζω ότι κάποιος ή κάτι έχει μια συγκεκριμένη θέση σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους ή πράγματα
    He asked them to place him in the immediate next salary bracket.
    Zήτησε να τον εντάξουν στο αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο.
    I place a work of art in its social context.
    Εντάσσω ένα έργο τέχνης στο κοινωνικό του πλαίσιο.
    It is not possible to place them all in one category.
    Δε γίνεται να τα εντάξουμε όλα σε μια κατηγορία.
     συνώνυμα: put

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
place places

place (fr) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]