εντάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐντάσσω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντάσσω < αρχαία ελληνική ἐντάσσω

Ρήμα[επεξεργασία]

εντάσσω (παθητική φωνή: εντάσσομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]