εν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν < αρχαία ελληνική ἐν

Πρόθεση[επεξεργασία]

εν

  • Αρχαίο επίρρημα ἐν που ενσωματωνόταν σε ρήματα και που μόνο του γρήγορα μεταβλήθηκε σε πρόθεση. Σήμερα βρίσκεται κυρίως σε εκφράσεις αρχαιοπρεπείς, λόγιες ή αρχαιοελληνικές, συνοδεύεται με δοτική και σημαίνει με (κάποιον ή κάτι) ή σε/στον/στην κλπ. -μερικές από αυτές τις εκφράσεις έχουν συγχωνευθεί, πλέον, σε μία λέξη

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

εν < ἕν

  • παλαιότερη αλλά εν χρήση προφορά του αριθμητικού ένα, ουδετέρου του αριθμητικού ένας
  • εν-δυο : παράγγελμα στη γυμναστική