εν λευκώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν λευκώ < (καθαρεύουσα) ἐν λευκῷ (δοτική ενικού του λευκός) → δείτε τις λέξεις εν και λευκός. Δείτε και τη γαλλική carte blanche • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν λευκώ
- (λόγιο) χωρίς δέσμευση ή περιορισμούς, ανεπιφύλακτα, ελεύθερα
- ※ Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θα διαχειρίζεται σχεδόν εν λευκώ τη δημόσια περιουσία χωρίς υποχρεωτική έγκριση της Βουλής για τη μορφή της αξιοποίησης.(* @enet.gr)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν λευκώ
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)