εν λευκώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν λευκώ < (καθαρεύουσα) ἐν λευκῷ (δοτική ενικού του λευκός) → δείτε τις λέξεις εν και λευκός. Δείτε και τη γαλλική carte blanche • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν λευκώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]