εν αναμονή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν αναμονή < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀναμονῇ (δοτική του ἀναμονή) → δείτε τις λέξεις εν και αναμονή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν αναμονή