εν αποστρατεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν αποστρατεία < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀποστρατείᾳ (δοτική του ἀποστρατεία) → δείτε τις λέξεις εν και αποστρατεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν αποστρατεία
- (στρατιωτικός όρος) σε αποστρατεία, απόστρατος
- ↪ συνταγματάρχης εν αποστρατεία,
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν αποστρατεία
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)