εν τω γίγνεσθαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν τω γίγνεσθαι < πιθανώς λόγιο διαχρονικό δάνειο από την καθαρεύουσα ἐν τῷ γί(γ)νεσθαι ή λόγιο μεταφραστικό δάνειο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
[επεξεργασία]εν τω γίγνεσθαι (αρχαιοπρεπές)
- (για έργο, κατάσταση) στη φάση δημιουργίας, εξέλιξης, ανάπτυξης, μεταβολών και διαμόρφωσης
- ⮡ Το έργο ακόμη βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι. (ακόμα αναπτύσσεται)
- ⮡ Παρακολουθούμε την κατάσταση εν τω γίγνεσθαι. (καθώς γίνεται)
- (σε τομέα) η διαδικασία εξέλιξης
- ⮡ Το λογοτεχνικό/ιστορικό/πολιτικό εν τω γίγνεσθαι.
- παλαιότερη γραφή: ἐν τῷ γίγνεσθαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν τω γίγνεσθαι
Πηγές
[επεξεργασία]- γίγνεσθαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- γίγνεσθαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γίγνεσθαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)