εν τω γίγνεσθαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εν τω γίγνεσθαι < πιθανώς λόγιο διαχρονικό δάνειο από την καθαρεύουσα ἐν τῷ γί(γ)νεσθαι ή λόγιο μεταφραστικό δάνειο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

[επεξεργασία]

εν τω γίγνεσθαι (αρχαιοπρεπές)

  1. (για έργο, κατάσταση) στη φάση δημιουργίας, εξέλιξης, ανάπτυξης, μεταβολών και διαμόρφωσης
    ⮡  Το έργο ακόμη βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι. (ακόμα αναπτύσσεται)
    ⮡  Παρακολουθούμε την κατάσταση εν τω γίγνεσθαι. (καθώς γίνεται)
  2. (σε τομέα) η διαδικασία εξέλιξης
    ⮡  Το λογοτεχνικό/ιστορικό/πολιτικό εν τω γίγνεσθαι.
παλαιότερη γραφή: ἐν τῷ γίγνεσθαι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]