γενέσθαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενέσθαι < απαρέμφατο αορίστου του γίγνομαι[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝeˈne.sθe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νέ‐σθαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γενέσθαι
- (αρχαιοπρεπές, απαρχαιωμένο) γίνει, μόνον σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις όπως: το δέον γενέσθαι, τι δέον γενέσθαι, τι μέλλει γενέσθαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενέσθαι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- γενέσθαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γενέσθαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Απαρέμφατο
[επεξεργασία]γενέσθαι