εν γνώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν γνώσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, γνώσει (δοτική του γνῶσις) → δείτε τις λέξεις εν και γνώση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν γνώσει
- (λόγιο) γνωρίζοντας, έχοντας επίγνωση ενός πράγματος
- ↪ έκανε αυτήν την τελευταία προσπάθεια εν γνώσει του ότι δεν είχε πολλές ελπίδες επιτυχίας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν γνώσει
|