εν βρασμώ ψυχής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν βρασμώ (ψυχής) < πιθανώς λόγιο διαχρονικό δάνειο από την καθαρεύουσα ἐν βρασμῷ ψυχῆς ή από μεσαιωνική φράση ἐν βρασμῷ (σε ταραχή) → δείτε το μεσαιωνικό βρασμός (αναταραχή, αναβρασμός).
Έκφραση
[επεξεργασία]εν βρασμώ (ψυχής)
- (νομικός όρος) σε ταραγμένη ψυχική κατάσταση η οποία εμποδίζει λογική σκέψη και αποκλείει προμελέτη μιας παράνομης πράξεως
- (κατ’ επέκταση, προφορικό)
- ⮡ Μην αποφασίσεις τίποτα εν βρασμώ φυχής.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εν βρασμώ ψυχής
|
Πηγές
[επεξεργασία]- βρασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βρασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)