αναβρασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναβρασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναβρασμός < αρχαία ελληνική ἀναβράσσω < ἀνά + βράσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναβρασμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα τού αναβράζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναβρασμός