αναταραχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναταραχή οι αναταραχές
      γενική της αναταραχής των αναταραχών
    αιτιατική την αναταραχή τις αναταραχές
     κλητική αναταραχή αναταραχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναταραχή < αναταράσσω (αναταράζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναταραχή θηλυκό

νέα παγκόσμια αναταραχή από τη διχόνοια ανατολής και δύσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]