αναταραχή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναταραχή < αναταράσσω (αναταράζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναταραχή θηλυκό
- η αναστάτωση και η αποδιοργάνωση που επικρατεί όταν κάτι ταράζεται
- νέα παγκόσμια αναταραχή από τη διχόνοια ανατολής και δύσης