Μετάβαση στο περιεχόμενο

agitation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
agitation agitations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agitation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη agiter