Μετάβαση στο περιεχόμενο

αγανάκτηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγανάκτηση οι αγανακτήσεις
      γενική της αγανάκτησης* των αγανακτήσεων
    αιτιατική την αγανάκτηση τις αγανακτήσεις
     κλητική αγανάκτηση αγανακτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγανακτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγανάκτηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγανάκτη(σις) + -ση.[1] Δείτε και αγανάχτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣaˈna.kti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγανάκτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγανάκτηση θηλυκό

  • μεγάλη δυσαρέσκεια, οργή, παραφορά, και ειδικά το συναίσθημα που νιώθει κάποιος που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί με κάποιον τρόπο
          εκφράζω την αγανάκτησή μου
          προκαλώ την αγανάκτηση κάποιου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • (νομικός όρος) η αγανάκτηση, σύμφωνα με υφιστάμενη σχετική νομοθεσία, φέρεται δικαιολογημένη σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης και εξύβρισης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγανάκτηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)