εν είδει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν είδει < (καθαρεύουσα) ἐν, εἴδει (δοτική ενικού του εἶδος) → δείτε τις λέξεις εν και είδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν είδει
- (λόγιο) που μοιάζει με, με τη μορφή
- ↪ εν είδει περιστεράς: με τη μορφή περιστεριού, σαν περιστέρι.
- ↪ μου το ανακοίνωσε εν είδει τελεσιγράφου