μοιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμοιάζω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μοιάζω
- έχω κοινά χαρακτηριστικά με κάποιον ή κάτι
- προκαλώ την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι
- σου μοιάζω για ανόητη, αλλά δεν είμαι
- (γ΄ενικό) μοιάζει να... : δίνει την εντύπωση, φαίνεται να...
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δε σου έμοιασα/μοιάζω : είμαι ανώτερος από εσένα
- δεν του μοιάζει ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι : αποδεικνύεται ότι είναι κατώτερος από τον πρόγονό του
- μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό : έχουν υπερβολική ομοιότητα