εν μέρει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εν μέρει < (καθαρεύουσα ) ἐν μέρει, ἐν & μέρει (δοτική ενικού του μέρος) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική en part[1] → δείτε τις λέξεις εν και μέρος
Έκφραση
[επεξεργασία]εν μέρει & ενμέρει
- (λόγιο) κατά ένα μόνο μέρος και όχι συνολικά, μερικώς, λίγο, λιγάκι, σε κάποιο μέρος, κατά κάποιον τρόπο
- ⮡ Δε συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, αλλά εν μέρει έχεις δίκιο.
- ≈ συνώνυμα: μερικώς, ύπο μία έννοια/κατά μία έννοια
- ≠ αντώνυμα: εν όλω, εν συνόλω, εντελώς, πλήρως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μέρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)