εν μέρει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν μέρει < (καθαρεύουσα) ἐν, μέρει (δοτική ενικού του μέρος) → δείτε τις λέξεις εν και μέρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν μέρει
- (λόγιο) κατά ένα μόνο μέρος και όχι συνολικά, μερικώς, λίγο, λιγάκι, σε κάποιο μέρος, κατά κάποιον τρόπο
- ↪ δε συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, αλλά εν μέρει έχεις δίκιο