partly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
partly (en) (χωρίς παραθετικά)
- μερικώς, κατά ένα μέρος, εν μέρει, όχι ολοκληρωτικά
- ↪ It is made partly of wood and partly of iron.
- Είναι φτιαγμένο εν μέρει από ξύλο και εν μέρει από σίδερο.
- ↪ It is made partly of wood and partly of iron.