εν ανάγκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν ανάγκη < (καθαρεύουσα) ἐν ἀνάγκῃ (δοτική ενικού του ἀνάγκη) → δείτε τις λέξεις εν και ανάγκη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν ανάγκη
- (λόγιο) στη δύσκολη στιγμή, σε περίπτωση ανάγκης, αν είναι απαραίτητο και χρειαστεί.
- ※ Άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα εμποδίσει τον κόσμο να ψηφίσει αν δει ότι υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν σοβαρά επεισόδια, πηγαίνοντας εν ανάγκη κόντρα στη σχετική δικαστική εντολή. (* Εφημερίδα των Συντακτών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν ανάγκη
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)