put

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας put
γ΄ ενικό ενεστώτα puts
αόριστος put
παθητική μετοχή put
ενεργητική μετοχή putting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

put (en)

  1. βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση με δύναμη
    He put his hand into the hole.
    Πέρασε το χέρι του στην τρύπα.
    He put his head through the door.
    Πέρασε το κεφάλι του στην πόρτα.
     συνώνυμα: insert, input, add, introduce
  2. λέω, εκφράζω ή δηλώνω κάτι σε συγκεκριμένο τρόπο
    I do not know how to put it.
    Δεν ξέρω πώς να το πω.
    to put it bluntly - για να το πω στα ίσια
     συνώνυμα: say

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Πηγές[επεξεργασία]



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

put (bs)



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

put

  1. βρόμικος
  2. κακός