put
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | put |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts |
αόριστος | put |
παθητική μετοχή | put |
ενεργητική μετοχή | putting |
put (en)
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
put (bs)
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
put