put
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | put |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts |
αόριστος | put |
παθητική μετοχή | put |
ενεργητική μετοχή | putting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
put (en)
- βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση με δύναμη
- λέω, εκφράζω ή δηλώνω κάτι σε συγκεκριμένο τρόπο
[επεξεργασία]
- Λήμματα με τον όρο 'put' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'put' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Πηγές[επεξεργασία]
- put - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω, περνώ
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
put (bs)
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
put