Μετάβαση στο περιεχόμενο

put

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας put
γ΄ ενικό ενεστώτα puts
αόριστος put
παθητική μετοχή put
ενεργητική μετοχή putting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

put (en)

  1. βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση
    παράδειγμα  I put milk in my tea/wood into the fire.
    Βάζω γάλα στο τσάι μου/ξύλα στη φωτιά.
    παράδειγμα  He put his hands in his pockets.
    Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του.
    παράδειγμα  She put the plates on the table.
    Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
    παράδειγμα  Put it back in its place.
    Βάλε το πίσω στη θέση του.
    παράδειγμα  He put his hands around her waist.
    Πέρασε τα χέρια στη μέση της.
    παράδειγμα  She put her arm through his.
    Πέρασε το μπράτσο της στο δικό σου.
     συνώνυμα:  lay, place και set
  2. βάζω, περνάω, κινώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση με δύναμη
    παράδειγμα  He put his hand into the hole.
    Πέρασε το χέρι του στην τρύπα.
    παράδειγμα  He put his head through the door.
    Πέρασε το κεφάλι του στην πόρτα.
  3. βάζω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να πάει σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    παράδειγμα  I am putting the children to bed.
    Βάζω τα παιδιά στο κρεβάτι.
    παράδειγμα  He put all his money in government bonds.
    Έβαλε όλα τα λεφτά του σε κρατικά ομόλογα.
  4. βάζω, κάνω κάποιον ή κάτι να νιώσει κάτι ή να επηρεαστεί από κάτι
    παράδειγμα  I put an idea into someone’s head.
    Βάζω μια ιδέα σε κάποιον.
  5. λέω, εκφράζω ή δηλώνω κάτι σε συγκεκριμένο τρόπο
    παράδειγμα  I do not know how to put it.
    Δεν ξέρω πώς να το πω.
    παράδειγμα  to put it bluntly - για να το πω στα ίσια
     συνώνυμα: say

Συγγενικά

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

put (bs)



Επίθετο

[επεξεργασία]

put

  1. βρόμικος
  2. κακός