put on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | put on |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts on |
αόριστος | put on |
παθητική μετοχή | put on |
ενεργητική μετοχή | putting on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
put on (en)