lay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | lay |
συγκριτικός | more lay |
υπερθετικός | most lay |
lay (en)
- που δεν είναι επαγγελματίας
- λαϊκός (όχι κληρικός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lay | lays |
lay (en)
- διάταξη, οργάνωση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | lay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lays |
αόριστος | laid |
παθητική μετοχή | laid |
ενεργητική μετοχή | laying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lay (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
lay (en)