lay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός lay
συγκριτικός more lay
υπερθετικός most lay

lay (en)

  1. που δεν είναι επαγγελματίας
  2. λαϊκός (όχι κληρικός)
     συνώνυμα: layman

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lay lays

lay (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας lay
γ΄ ενικό ενεστώτα lays
αόριστος laid
παθητική μετοχή laid
ενεργητική μετοχή laying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lay (en)

  • τοποθετώ, καταθέτω, στρώνω
    The director laid the foundation stone of the new hospital.
    Ο διευθυντής έθεσε το θεμέλιο λίθο του νέου νοσοκομείου.
    They laid papers on the floor in order to paint the walls.
    Έστρωσαν στο πάτωμα χαρτιά για να βάψουν τους τοίχους.
     συνώνυμα:  place και put

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

lay (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]