lie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lie | lies |
lie (en)
Ρήμα 1[επεξεργασία]
ενεστώτας | lie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lies |
αόριστος | lied |
παθητική μετοχή | lied |
ενεργητική μετοχή | lying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lie (en)
- ψεύδομαι, λέω ψέματα
Ρήμα 2[επεξεργασία]
ενεστώτας | lie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lies |
αόριστος | lay |
παθητική μετοχή | lain |
ενεργητική μετοχή | lying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
lie (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lie (fr) θηλυκό
- το απόβρασμα, το κατακάθι, το καταστάλαγμα