ψέμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψέμα | τα | ψέματα |
γενική | του | ψέματος | των | ψεμάτων |
αιτιατική | το | ψέμα | τα | ψέματα |
κλητική | ψέμα | ψέματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψέμα < μεσαιωνική ελληνική ψέμα < ελληνιστική κοινή ψεῦμα < αρχαία ελληνική ψεῦσμα < ψεύδω
Παρατήρηση: συχνά παρατηρείται η γραφή «ψέμμα», η οποία είναι λανθασμένη κι ετυμολογικώς αβάσιμη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψέμα ουδέτερο
- κάτι που λέγεται και δεν είναι αλήθεια, η συνειδητή απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κακά τα ψέματα: όταν δεν θεωρούμε αληθινή την αιτία μιας κατάστασης
- κακά τα ψέματα. Δεν έγινε δικηγόρος για να σώζει τους αδικημένους
- με τα ψέματα: χωρίς να το καταλάβουμε ή χωρίς επαρκή οικονομικά ή υλικά μέσα
- δεν μπορείς να ανοίξεις μαγαζί με τα ψέματα
- πες το ψέματα: δήλωση προς τον συνομιλητή μας ότι θεωρούμε πολύ πιθανά τα λεγόμενά του
- στα ψέματα: όχι σοβαρά
- της είπα στα ψέματα πως ήμουν με τη φίλη της και εκείνη παρεξηγήθηκε
- τελείωσαν ή τέρμα ή σώθηκαν τα ψέματα: όταν μία κατάσταση έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο και πρέπει να ενεργήσουμε
- τέρμα τα ψέματα. Από αύριο αρχίζω δίαιτα!
- το ψέμα έχει κοντά ποδάρια: δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ μία κατάσταση που στηρίζεται σε ψέμα
- αθώο ψέμα : το χωρίς σοβαρές συνέπειες ψέμα
- τα κατά συνθήκη ψεύδη ή ψέματα: αυτά που λέγονται εν γνώσει μας ότι είναι ψέματα, για να μη θίξουμε ή προκαλέσουμε τον άλλον
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)