Μετάβαση στο περιεχόμενο

mensonge

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mensonge mensonges

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mensonge < λατινική mens

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɑ̃.sɔ̃ʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mensonge (fr) αρσενικό