Μετάβαση στο περιεχόμενο

mens

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

mēns < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *mentis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méntis (σκέψη). Ομόρριζο με τα σανσκριτική मति (ματί), αγγλική mind (νους), αὐτόματος, μάντις, ρωσική мнить (σκέφτομαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /meːns/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mens (la) (ē)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mens (nl)