mens
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]mēns < (κληρονομημένο) πρωτοϊταλική *mentis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méntis (σκέψη). Ομόρριζο με τα σανσκριτική मति (ματί), αγγλική mind (νους), αὐτόματος, μάντις, ρωσική мнить (σκέφτομαι)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mens (la) (ē)
Πηγές
[επεξεργασία]- mens - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mens (nl)
- ο άνθρωπος
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊταλική (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (λατινικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (λατινικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)