ψευτοδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευτοδουλειά | οι | ψευτοδουλειές |
γενική | της | ψευτοδουλειάς | των | ψευτοδουλειών |
αιτιατική | την | ψευτοδουλειά | τις | ψευτοδουλειές |
κλητική | ψευτοδουλειά | ψευτοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευτοδουλειά θηλυκό
- πρόχειρη εργασία που δεν παρέχει στον εργαζόμενο κανονικό, σταθερό εισόδημα, που δεν έχειπροοπτικές, που την κάνει κάποιος μόνον κατ' ανάγκη μέχρι να βει καλύτερη απασχόληση
- κακή τεχνική εργασία, πρόχειρη επισκευή ή κατασκευή, δουλειά που έγινε με πρόχειρο τρόπο, που το αποτέλεσμά της δεν έχει τη λογικά αναμενόμενη διάρκεια ζωής, που χαλάει εύκολα ή γρήγορα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευτοδουλειά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)