ψεύδος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψεύδος | τα | ψεύδη |
| γενική | του | ψεύδους | των | ψευδών |
| αιτιατική | το | ψεύδος | τα | ψεύδη |
| κλητική | ψεύδος | ψεύδη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψεύδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψεῦδος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpse.vðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψεύ‐δος
- τονικά παρώνυμα: ψευδός, ψευδώς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψεύδος ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ψεύδομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)