Lüge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Lüge | die Lügen |
γενική | der Lüge | der Lügen |
δοτική | der Lüge | den Lügen |
αιτιατική | die Lüge | die Lügen |
Lüge (de) θηλυκό