Μετάβαση στο περιεχόμενο

απόβρασμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀπόβρασμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόβρασμα τα αποβράσματα
      γενική του αποβράσματος των αποβρασμάτων
    αιτιατική το απόβρασμα τα αποβράσματα
     κλητική απόβρασμα αποβράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απόβρασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόβρασμα (αφρός που πετάγεται), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική l’ écume de la société (απόβρασμα της κοινωνίας)[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική scum[2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈpo.vɾa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόβρασμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απόβρασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. απόβρασμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. απόβρασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας