Μετάβαση στο περιεχόμενο

écume

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écume écumes

écume (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]