écumage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
écumage écumages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

écumage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]