put up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | put up |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts up |
αόριστος | put up |
παθητική μετοχή | put up |
ενεργητική μετοχή | putting up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
put up (en)
- (μεταβατικό) τοποθετώ σε ψηλότερη θέση
- Please put up your luggage in the overhead bins.
- (μεταβατικό) βάζω, αναρτώ
- Many people put up messages upon their refrigerator.
- (μεταβατικό, ιδιωματικό) σπρώχνω κάποιον να κάνει κάτι
- (μεταβατικό, ιδιωματικό) βάζω κάτι στη θέση του για να το χρησιμοποιήσω αργότερα
- (μεταβατικό, ιδιωματικό) φιλοξενώ
- (μεταβατικό, ιδιωματικό) put up a fight: παρουσιάζω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το αντικείμενο στις σημασίες 1-5 μπορεί να μπει πριν ή μετά το μόριο out. Εάν όμως είναι αντωνυμία, πρέπει να μπει πριν.
- Στη σημασία 6 το αντικείμενο πρέπει να μπει μετά το μόριο.