put up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. Το αντικείμενο στις σημασίες 1-5 μπορεί να μπει πριν ή μετά το μόριο out. Εάν όμως είναι αντωνυμία, πρέπει να μπει πριν. Στη σημασία 6 το αντικείμενο πρέπει να μπει μετά το μόριο.‑‑Sarri.greek ♫ | 16:30, 25 Οκτωβρίου 2022 (UTC). |
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | put up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts up |
αόριστος | put up |
παθητική μετοχή | put up |
ενεργητική μετοχή | putting up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
put up (en)
- (μεταβατικό) τοποθετώ, βάζω σε ψηλότερη θέση
- (μεταβατικό) κρεμάω, αναρτώ
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) (+to) σπρώχνω κάποιον να κάνει κάτι
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) βάζω κάτι στη θέση του για να το χρησιμοποιήσω αργότερα
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) φιλοξενώ, τακτοποιώ
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) παρουσιάζω
- ↪ they put up resistance - παρουσίασαν αντίσταση
- ≈ συνώνυμα: present, → και δείτε τον όρο put up a fight
- ↪ they put up resistance - παρουσίασαν αντίσταση