present
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | present |
συγκριτικός | more present |
υπερθετικός | most present |
present (en)
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
present | presents |
present (en)
- το παρόν
- (γραμματική) ο παροντικός χρόνος
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
present | presents |
present (en)
- το δώρο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | present |
γ΄ ενικό ενεστώτα | presents |
αόριστος | presented |
παθητική μετοχή | presented |
ενεργητική μετοχή | presenting |
present (en)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
present (sv)
- το δώρο