présent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | présent | présents |
θηλυκό | présente | présentes |
présent (fr) αρσενικό
- ενεστώτας
- Conjuguez le verbe au présent : κλίνετε το ρήμα στον ενεστώτα.
- παρόν
- Le présent est futile : το παρόν είναι ασήμαντο.
- δώρο, χάρισμα
- Il lui a offert des présents : του/της πρόσφερε δώρα.
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | présent | présents |
θηλυκό | présente | présentes |
présent (fr)
- παρών
- Il était présent au bal : ήταν παρών στο χορό.