store
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
store | stores |
store (en)
- αποθήκη
- απόθεμα
- (ΗΠΑ) μαγαζί, εμπορικό κατάστημα
- (πληροφορική, παρωχημένο) μνήμη
Ρήμα[επεξεργασία]
store (en)
- (μεταβατικό) αποθηκεύω
- (μεταβατικό, πληροφορική) αποθηκεύω στη μνήμη
- (αμετάβατο) διατηρούμαι σε καλή κατάσταση όντας αποθηκευμένος κάπου, π.χ. στο ψυγείο