store

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
store stores

store (en)

  1. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα
    general store - μαγαζί/κατάστημα γενικού εμπορίου
    I found out the store closed and couldn’t shop.
    Bρήκα κλειστό το μαγαζί και δεν μπόρεσα να ψωνίσω.
    He is the owner of a store.
    Είναι ιδιοκτήτης καταστήματος.
    paint store - χρωματοπωλείο
     συνώνυμα:  shop και boutique
  2. η αποθήκη
  3. το απόθεμα
     συνώνυμα: stock, supply
  4. (πληροφορική, παρωχημένο) η μνήμη
     συνώνυμα: memory

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας store
γ΄ ενικό ενεστώτα stores
αόριστος stored
παθητική μετοχή stored
ενεργητική μετοχή storing

store (en)

  1. (μεταβατικό) αποθηκεύω
  2. (μεταβατικό, πληροφορική) αποθηκεύω στη μνήμη
  3. (αμετάβατο) διατηρούμαι σε καλή κατάσταση όντας αποθηκευμένος κάπου, π.χ. στο ψυγείο

Πηγές[επεξεργασία]