store
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
store | stores |
store (en)
- (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) το μαγαζί, το εμπορικό κατάστημα
- ↪ general store - μαγαζί/κατάστημα γενικού εμπορίου
- ↪ I found out the store closed and couldn’t shop.
- Bρήκα κλειστό το μαγαζί και δεν μπόρεσα να ψωνίσω.
- ↪ He is the owner of a store.
- Είναι ιδιοκτήτης καταστήματος.
- ↪ paint store - χρωματοπωλείο
- ≈ συνώνυμα: shop και boutique
- η αποθήκη
- το απόθεμα
- (πληροφορική, παρωχημένο) η μνήμη
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | store |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stores |
αόριστος | stored |
παθητική μετοχή | stored |
ενεργητική μετοχή | storing |
store (en)
- (μεταβατικό) αποθηκεύω
- (μεταβατικό, πληροφορική) αποθηκεύω στη μνήμη
- (αμετάβατο) διατηρούμαι σε καλή κατάσταση όντας αποθηκευμένος κάπου, π.χ. στο ψυγείο
Πηγές[επεξεργασία]
- store (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- store (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 432, 514. ISBN 9780194325684., λήμμα: κατάστημα, μαγαζί