storing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
storing (en)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
storing (en) (storen + ing)
- δυσλειτουργία, παρεμβολές σε κάποιο σήμα, π.χ. στο ραδιοφωνικό