χρωματοπωλείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωματοπωλείο < χρωματοπώλης + -είο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωματοπωλείο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χρωματοπώλης, χρώμα και πουλώ