general store
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
general store | general stores |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
general store (en)
- το μαγαζί γενικού εμπορίου, ένα κατάστημα που πουλά μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων, ειδικά ένα σε μια μικρή πόλη ή χωριό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- general store στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- general store - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 514. ISBN 9780194325684., λήμμα: μαγαζί