Μετάβαση στο περιεχόμενο

memory

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
memory memories

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

memory (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μνήμη, η ικανότητα να θυμόμαστε πράγματα
      You have a good memory.
    Έχεις καλή μνήμη.
  2. η μνήμη, η ανάμνηση, μια σκέψη για κάτι που θυμάμαι από το παρελθόν
      Do you have any memories from your youth?
    Έχεις καθόλου μνήμες από τη μικρή σου ηλικία.
      She erased the unpleasant memories.
    Έσβησε τις δυσάρεστες αναμνήσεις.
  3. (πληροφορική, υλικό υπολογιστή) μνήμη σε υπολογιστή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]