register
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɹɛdʒ.ɪs.tɚ/
- (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
register | registers |
register (en)
- μητρώο
- βιβλίο, κατάλογος καταγραφών
- (υλικό υπολογιστή) ο καταχωρητής
- Ειδικοί καταχωρητές: instruction register, program counter, stack pointer
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | register |
γ΄ ενικό ενεστώτα | registers |
αόριστος | registered |
παθητική μετοχή | registered |
ενεργητική μετοχή | registering |
register (en)
- (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- (μεταβατικό) εγγράφω, εγγράφομαι
- (μεταβατικό) γράφω, εγγράφω
- (μεταβατικό) καταγράφω, σημειώνω τις τιμές κάποιων μεγεθών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
register στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 256, 421, 435. ISBN 9780194325684., λήμμα: εγγράφω, καταγράφω, καταχωρίζω