μητρώο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μητρώο | τα | μητρώα |
γενική | του | μητρώου | των | μητρώων |
αιτιατική | το | μητρώο | τα | μητρώα |
κλητική | μητρώο | μητρώα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μητρώο < αρχαία ελληνική Μητρῷον[1], ουδέτερο του Μητρῷος < μήτηρ < πρωτοελληνική *mā́tēr πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂tēr (μητέρα) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική matricule)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈtɾɔ.ɔ/
- συλλαβισμός : μη‐τρώ‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μητρώο ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μητέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μητρώο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)