βάση δεδομένων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]βάση δεδομένων θηλυκό
- (πληροφορική) ένα σύνολο πληροφοριών οργανωμένο και ταξινομημένο κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η εμφάνισή τους και η αναζήτηση από ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
- (πληροφορική) ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιείται για να συνθέσει ένα σύνολο πληροφοριών με οργανωμένο τρόπο και να τις αναζητήσει ή επεξεργαστεί[1]
- συντομογραφία : ΒΔ
Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- 1 2 Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL», σελ. 11-12. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17