μητρώος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μητρῷος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μητρώος η μητρώα το μητρώο
      γενική του μητρώου της μητρώας του μητρώου
    αιτιατική τον μητρώο τη μητρώα το μητρώο
     κλητική μητρώε μητρώα μητρώο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μητρώοι οι μητρώες τα μητρώα
      γενική των μητρώων των μητρώων των μητρώων
    αιτιατική τους μητρώους τις μητρώες τα μητρώα
     κλητική μητρώοι μητρώες μητρώα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μητρώος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρῷος < → δείτε τη λέξη μήτηρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈtɾo.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐τρώ‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

μητρώος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε μητέρα και μητρ-

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)