write

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας write
γ΄ ενικό ενεστώτα writes
αόριστος wrote
παθητική μετοχή written
ενεργητική μετοχή writing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

write (en)

  1. γράφω
    I will write to him - Θα του γράψω
  2. γράφω (καθ´ υπαγόρευση), σημειώνω
    he wrote all I said - έγραψα ό,τι είπα
     συνώνυμα: write down, mark down, note, jot down, transcribe

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γράφω