write

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας write
γ΄ ενικό ενεστώτα writes
αόριστος wrote
παθητική μετοχή written
ενεργητική μετοχή writing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

write (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω
    I will write to him.
    Θα του γράψω.
    Half is written numerically as 1/2 or 0.5.
    Το μισό αριθμητικά γράφεται ως 1/2 ή 0,5.
  2. γράφω καθ' υπαγόρευση, σημειώνω
    He wrote all I said.
    Έγραψα ό,τι είπα.
     συνώνυμα:  jot down, mark down, note, transcribe και write down

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]